λουλουδένιος, -ια, -ιο

λουλουδένιος, -ια, -ιο
1. αυτός που μοιάζει με λουλούδι: Τα μαξιλάρια είχαν λουλουδένια σχέδια.
2. αυτός που φτιάχνεται με λουλούδια: Την Πρωτομαγιά φτιάξαμε λουλουδένια στεφάνια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λουλουδένιος — α, ο και λουλούδινος, η, ο κατασκευασμένος από λουλούδια ή αυτός που μοιάζει με λουλούδι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”